αδελφάτο

αδελφάτο
το
συμβούλιο που διευθύνει ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα: Το αδελφάτο του Δημοτικού Νοσοκομείου έκρινε αναγκαίες ορισμένες τροποποιήσεις του εσωτερικού κανονισμού του ιδρύματος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αδελφάτο — Κατά την τουρκοκρατία, έτσι ονομαζόταν η παραχώρηση από μια μονή μιας ετήσιας επιχορήγησης σε τρόφιμα (σιτάρι, λάδι, κρασί, τυρί και όσπρια) σε όποιον της κατέβαλε εφάπαξ ένα ποσό ή της χάριζε ένα κτήμα. Σήμερα, α. ονομάζεται η επιτροπή… …   Dictionary of Greek

  • Ροσέτι — (Rossetti). Όνομα αγγλικής οικογένειας καλλιτεχνών, ιταλικής καταγωγής. 1. Κριστίνα Τζορτζίνα (1830 – 1894). Ποιήτρια, αδελφή του προηγούμενου. Ασχολήθηκε με την ποίηση από νεαρή ηλικία. Τα ποιήματά της εκφράζουν τη βαθύτατη θρησκευτικότητά της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”