- αδελφάτο
- τοσυμβούλιο που διευθύνει ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα: Το αδελφάτο του Δημοτικού Νοσοκομείου έκρινε αναγκαίες ορισμένες τροποποιήσεις του εσωτερικού κανονισμού του ιδρύματος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.